-
1 οινοχοεω
(impf. ᾠνοχόουν - эп. οἰνοχόουν и ἐῳνοχόουν; эп. part. οἰνοχοεῦντες = οἰνοχουντες; inf. aor. οἰνοχοῆσαι)1) служить виночерпием, наливать вино(θεοῖς Hom.)
2) отмечать винными возлияниями, праздновать с чашами вина3) наливать, цедить(νέκταρ Hom.)
4) перен. отпускать широкой струей, т.е. щедро предоставлять
См. также в других словарях:
οινοχοώ — (ΑΜ οἰνοχοῶ, έω) [οινοχόος] είμαι οινοχόος, χύνω κρασί στα κύπελλα τών συνδαιτυμόνων, κερνώ κρασί αρχ. 1. παρέχω άφθονα, με γεναιοδωρία κάτι («πολλήν... καὶ ἄκρατον τοῑς πολίταις ἐλευθερίαν οἰνοχοῶν», Πλούτ.) 2. ενεργώ ώστε να ρεύσει από κάπου… … Dictionary of Greek